1 μυελός
προμήκης μυελός — продолговатый мозг;
νωτιαίος μυελός — спинной мозг;
μυελός των οστών — костный мозг;
§ μέχρι μυελού οστέων — до мозга костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυελός